- προκαταπονέω
- προκατα-πονέω,A tire, weary first,
τὸ σωμάτιον Agathin.
ap. Orib.10.7.14:—[voice] Pass.,-πεπονημένοι ὀργαῖς, λύπαις, χαραῖς Ruf.
ap. Orib.inc.9.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ σωμάτιον Agathin.
ap. Orib.10.7.14:—[voice] Pass.,-πεπονημένοι ὀργαῖς, λύπαις, χαραῖς Ruf.
ap. Orib.inc.9.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαταπονεῖν — προκαταπονέω tire pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταπονήσας — προκαταπονήσᾱς , προκαταπονέω tire aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)